ἐναποστηρίζονται

ἐναποστηρίζονται
ἐναποστηρίζομαι
fix oneself in.
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εναποστηρίζομαι — ἐναποστηρίζομαι (Α) 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”